< Γάδαρα
Γαδαρηνοί >
Γαδαρεύς
,
-έως, ὁ
gadareo
1
ét. de Γάδαρα
1
, I.
BI
2.478,
AI
14.75, 15.351, 356, 358, St.Byz.s.u.
Γάδαρα
.
2
ét. de Γάδαρα
2
, I.
BI
4.417.