Βοστρηνός 1
,
Βοστρηνός 2
.
< Βόστρα
Βοστρηνός >
Βοστρηνός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
-ανός
,
-αῖος
St.Byz.s.u.
Ἄγκυρα
bostreno
,
bostreo
ét. de Bostra, St.Byz.s.u.
Βόστρα
y l.c.
< Βοστρηνός
βόστρυξ >
Βοστρηνός
,
-οῖο, ὁ
Bostreno
río de Fenicia, actual Nahr el Auwalĩ, al norte de Sidón, D.P.913.