< Βηρῠτιάς
Βηρῠτός >
Βηρύτιος
,
-ου, ὁ
bericio
ét. de Berito, I.
BI
2.67, 506, Hdn.3.3.3, rel. su posible etim. (
sc
. βήρ) Zonar.122.34C., cf. βήρ, Βηρυτός.