< Βεροιαῖος
βερονικάριος >
Βερόκοσσος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βερρύσκωσος
Plu.
Fab
.1
lat.
Verrucosus
,
Verrugoso
sobrenombre de Fabio Máximo, III a.C., Plu.l.c., D.C.47.1 (p.183).