< Βέροια
Βερόκοσσος >
Βεροιαῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
Βεροιεύς
Plb.27.8.5;
Βεροεύς
St.Byz.s.u.
Βέροια
beroeo
ét. de Berea
AP
6.116 (Samus), Arr.
An
.3.6.4,
Ind
.18.6,
Act.Ap
.20.4.