< ἀϊστοσύνη
ἀϊστόω >
Αἰστουαρία
• Alolema(s):
Αἰστυρία
Marcian.
Peripl
.2.9
Estuaria
,
Esturia
Ὄνοβα Αἰ.
el
estuario de Huelva
Ptol.
Geog
.2.4.4, cf. Marcian.l.c.; v. Ὄνοβα.