ἄτροπος, -ον
1 inconmovible, no sacudido por terremotos, de Delos
κείνη δ' ἠνεμόεσσα καὶ ἄ.Call.Del.11, cf. Sch.ad loc.
2 que no puede ser cambiado, inmutable, inalterable
ἀλκήOpp.H.2.487,
ἄ. οὐρανίοιο εἰκώνGr.Naz.M.37.533A, cf. Hsch.
•inquebrantable
ἀρετή σταθερόν τι καὶ ἄτροπονAP 10.74 (Paul.Sil.)
•sin retorno, eterno
ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων ἘνδυμίωνTheoc.3.49.
3 inflexible, rígido, implacable
ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσιPi.N.7.103,
ὀστέα δ' εἰς Ἀίδην ἄ. εἷλε νόμοςGVI 1325.5 (Chipre II/III d.C.),
Ἀΐδη ἀλλιτάνευτε καὶ ἄτροπεAP 7.483 (Anon.),
τῷ δ' ἄ. ἤντετο ΜοῖραQ.S.7.247, neutr. plu. como adv.
μοι μοῖραι ... μίτοις ἄτροπα γραψάμεναιIG 22.11674.4.