ἀντακαῖος 1
,
ἀντακαῖος 2
.
< ἀνταιωρέομαι
ἀντακαῖος >
ἀντακαῖος
,
-ον
1
de esturión
τάριχος
Antiph.186.
2
subst. τὸ ἀ.
caviar
,
PSI
535.35 (III a.C.),
PLond
.2141.11 (III a.C.).
< ἀντακαῖος
ἀντακάς· >
ἀντακαῖος
,
-ου, ὁ
esturión
Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.
NA
14.23, Hsch.