< ἀνταιχμαλωτεύω
ἀντακαῖος >
ἀνταιωρέομαι
estar colgado a su vez de
e.d.
depender de
φύσιν ἀνταιωρουμένην καὶ ἐξηρτημένην ἐκείνης (δυνάμεως)
Plot.6.5.11.