ἀλεία 1
,
ἀλεία 2
.
< ἄλεθρα·
ἀλεία >
ἀλεία
,
-ας, ἡ
viaje
,
paseo
,
caminata
Hsch.
< ἀλεία
ἁλεία >
ἀλεία
v. ἀλείατα.