δομεστικός, -ή, -όν
de casa, fabricado en casa
οἶνον δομε<σ>τικὸν λαγύνιονuna botella de vino casero, SB 15255 (V/VI d.C.).
οἶνον δομε<σ>τικὸν λαγύνιονuna botella de vino casero, SB 15255 (V/VI d.C.).
τὴν τῶν λεγομένων δομεστικῶν ἀρχήνMalch.18.81, cf. Io.Mal.Chron.M.97.497A, Iust.Nou.30.7
ἐνδοξοτάτῳ κόμιτι τῶν καθοσιωμένων δομεστικῶνStud.Pal.20.128.2, cf. IEphesos 1352, POxy.1982.4 (todos V d.C), 2204.2, PLond.1672, PRoss.Georg.3.32.2 (todos VI d.C.),
ὁ καθοσιωμένος δ. τοῦ θείου παλατίουRKilikien 168 (Olba V d.C.), cf. CGIH 3 (VI d.C.)
τοὺς προαγωγέας τῶν λημμάτων τῆς ἀρχῆς, οὓς δομεστίκους καλοῦσι ῬωμαῖοιMalch.16.9,
δ. τοῦ ἐπάρχουIsid.Pel.M.78.357A,
δ. τοῦ ἀνδρὸς ΟὐβρικίουCallinic.Mon.V.Hyp.15.1, cf. Dioscorus 12.10, Procop.Vand.1.4.7, IKais.Lyk.55 (Laranda, biz.), PNess.26.10 (VI d.C.)
ἔργα δομεστίκοιοDoroth.l.c.