δοματίζω
hacer regalos
καὶ ἐδομάτιζες αὐτούςSm.Ez.16.33
•en v. pas. recibir regalos
ὁ σημειολύτης ... δοματισθεὶς παρὰ τοῦ βασιλέως ΦιλίππουPs.Callisth.1.11B.
καὶ ἐδομάτιζες αὐτούςSm.Ez.16.33
ὁ σημειολύτης ... δοματισθεὶς παρὰ τοῦ βασιλέως ΦιλίππουPs.Callisth.1.11B.