βλέννος, -εος, τό


capa viscosa ἐν τῇ ἰλύϊ ... ἐξανακολυμβῶσι πολλάκις, ἵνα περιπλύνωνται τὸ β. Arist.HA 591a28.

βλέννος, -ου, ὁ


ict. babosa pez de la familia de los blénidos, Sophr.51, Opp.H.1.109, Artem.2.14, Gp.18.14.1.