ἀνάρμοστος, -ον


I 1inarmónico, falto de armonía ψυχή Pl.Phd.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.Smp.206c
subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1
desajustado de una coraza, X.Mem.3.10.13
fig. inadecuado ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras Hdt.3.80
c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... ἀνάρμοστος ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.Myst.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.Ven.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... ἀνάρμοστος Plu.2.678b, cf. Th.7.67.

2 mús. desafinado, discordante φθόγγοι Pl.Ti.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.Tht.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.EE 1230b28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.Ind.9.

3 de pers. intratable, antipático τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.Nu.908, cf. PMasp.97.ue.D.44 (VI d.C.).

II adv. -ως desajustadamente ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.R.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.Clit.407d.
• DMic.: a-na-mo-to, -ta (?).