βρίμη, -ης, ἡ


1 poder μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος h.Hom.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.

2 rugido βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.Fr.79.

3 amenaza, increpación Hsch.

4 β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.
• Etimología: Puede tener origen expresivo o rel. βρίθω q.u.