βράχεα, -έων, τά
• Alolema(s): contr. βράχη St.Byz.s.u. Βραχία; tard. sg. βράχος St.Byz.l.c.


náut. o geog. bajíos ἐν τοῖσι βράχεσι γενέσθαι λίμνης Hdt.4.179, διέκπλοον τῶν βραχέων ib., ἀπίκεσθαι ἐς θάλασσαν οὐκέτι πλωτὴν ὑπὸ βραχέων Hdt.2.102, cf. Th.2.91, Arist.HA 568b28, Plb.1.47.5, Stadias.131 (ap. crít.), 177, D.S.13.78, D.Chr.5.9, St.Byz.l.c., cf. βραχύς.