βάρος, -ους, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [jón. gen. -εος Hdt.2.73]


I 1peso τωὐτὸ β. Hdt.l.c.
cuerpo pesado ἡ ἰσχὺς πρὸς τὸ βάρος Arist.Ph.250a9, βάρη Arist.Mech.850a30, de mujeres ἀποθέσθαι τὸ βάρος dar a luz, PBremen 63.4, 18 (II d.C.), Artem.5.30, θηκαμένη τε βάρος y habiendo dado a luz, SEG 8.802 (Egipto, heleníst.)
peso, carga τέκνων A.Ch.992, βάρος περισσὸν γῆς S.Fr.945.

2 fig. peso, carga, dureza σιγῆς S.Ant.1256, πημονῆς S.El.939, συμφορᾶς S.Tr.325, χρὴ τοῦ βάρους μεταδιδόναι τοῖς φίλοις X.Mem.2.7.1, ὥσπερ βάρους μεταλαμβάνειν Arist.EN 1171a31
pena A.Pers.945, S.OC 409, τὸ βάρος ἔχουσιν Arist.EN 1126a23, τὸ βάρος τῆς ἡμέρας la fatiga del trabajo cotidiano, Eu.Matt.20.12, ἐν συνοχαῖς καὶ βάρεσι Vett.Val.279.21
de exigencias e imposiciones βάρος τῶν ἐπιταγμάτων Plb.1.31.5, βάρος τῶν φόρων Plb.1.67.1, βάρος τῆς λειτουργίας BGU 159.5 (III d.C.)
gener. molestia εἰ δὲ τοῦτό σοι βάρος φέρει POxy.1062.14 (II d.C.)
tasa de arriendo estatal, PGiss.7.13 (II d.C.), IGBulg.4.2236.74 (Apolonia III d.C.), PMasp.6re.4 (VI d.C.).

3 fisiol. pesadez βάρος ἐν τοῖς σκέλεσι Pl.Phd.117a, κεφαλῆς πόνος καὶ βάρος Arist.HA 603b8, βάρος ὤτων Porph.Abst.4.8, κακῆς ὠδῖνος ... βάρος Lyc.477, τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος LXX 2Ma.9.10, βάρος ναρκῶδες Plu.2.345a
en plu. molestias σπληνὸς βάρεα Hp.Acut.(Sp.) 4, βάρη καὶ δυσαρεστήματα sentido de opresión Antyll. en Stob.4.37.15.

II 1en buen sent. abundancia ὄλβου E.IT 416, αἰώνιον βάρος δόξης 2Ep.Cor.4.17.

2 fuerza στρατοπέδων Plb.1.16.4
violencia τῆς ὑλακῆς Alciphr.2.15.1
fig. influencia, poder, autoridad πρὸς τὸ βάρος τὸ Λακεδαιμονίων Plb.4.32.7, Plu.Per.37, ἐν βάρει εἶναι tener autoridad 1Ep.Thess.2.7.

3 gravedad, dignidad τῶν ῥημάτων Ar.Ra.1367, del lenguaje, D.H.Dem.34, en sent. estético op. χάρις Plu.Demetr.2, D.H.Comp.23.7, de carácter, Plu.2.522e.

4 gram. fuerza del acento, Aristid.Quint.21.22.

5 mús. tono grave Aristid.Quint.23.8.