ἐντεροκηλικός, -ή, -όν


medic.

1 que sufre de hernia intestinal παιδíα Dsc.4.20.2, γυνή Sor.1.4.101
frec. subst. οἱ ἐντεροκηλικοί Dsc.1.110.2, Gal.12.53, Orib.50.43.1, Aët.1.236.

2 relativo a la hernia, propio de la hernia ἐντεροκηλικὸν πάθος Orib.48.7.2.