< ἐλεφαντικός Ἐλεφαντίνη > ἐλεφαντίνεος, -α, -ον ebúrneo, marfileño ἐλεφαντι[νέῳ] ... φέ[γγει Simon.Eleg.8.7, ὀδόντες GVI 746.5 (III/IV d.C.).