ἐθελόκακος, -ον


I 1malévolo προαίρεσις Basil.M.31.1096B, γνώμη Cyr.Al.M.69.868A, cf. Pamph.Mon.Solut.17.10, μανία Cosm.Ind.Top.10.61, cf. Hsch.
subst. τὸ ἐ. malevolencia τοῦ Διός Chamael.18.

2 subst. τὸ ἐ. cobardía simulada τῶν στρατιωτῶν D.H.9.7.

II adv. -ως

1 perversamente (τὸ δοκοῦν) ἐ. ... παραβαθέν Isid.Pel.Ep.M.78.1308B.

2 en forma deliberadamente cobarde ἠγωνίζοντο App.Ital.7.