ἐγχόω


rellenar, cegar τὴν τάφρον ἐνέχουν καλάμῳ Str.7.4.7, en v. pas. ἐγχουμένων τῶν πόρων habiendo sido cegados los conductos Str.9.2.18, cf. ἐγχώννυμι.