< ἀκροπολεύω ἀκρόπολις > Ἀκροπολιεύς, -έως • Alolema(s): Ἀκροπολίτης, -ου acropolieo o acropolita ét. de Acrópolis, St.Byz.s.u. Ἀκρόπολις.