ἄκαμπτος, -ον


I 1rígido, imposible de doblar, inflexible Hp.Fract.2, Pl.Ti.74b, (χαλινός) X.Eq.10.9, τὸ ἄ. (δακτύλου) la parte rígida (la falange), Arist.HA 493b29
esp. fig. rígido, inflexible ἄ. μένει A.Ch.455, θεῶν φρήν E.Hipp.1268, c. ac. de rel. ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Pi.I.3/4.71b, τὸ πρὸς τοὺς πόνους ἄ. Plu.Lyc.11, εἰς ἐπιεικείαν ἄ. Plu.Cat.Mi.4.

2 que no tiene retorno, sin retorno ἄκαμπτος ἐδύσετο νειόθι γαίης A.R.1.63, χῶρος AP 7.467 (Antip.Sid.), τρίβος IG 12(7).449 (Amorgos II a.C.).

II adv. -ως inflexible, tenazmente Sch.Pl.Grg.492d
irreparablemente ἄ. ἐξέδωκεν ἑαυτὸν τῇ ἀνομίᾳ Thdt.M.80.1121A.