ἁρποκρατικός, -ή, -όν


harpocrático de personalidad o temperamento como el de Ἁρποκράτης (q.u.) ἑρμαφρόδιτοι καὶ ἁρποκρατικοί Heph.Astr.2.9.5, cf. 1.1.99.