< Ἀμαξιεύς Ἀμαξικός > ἁμαξικός, -ή, -όν 1 para hacer carros πτελέα Thphr.HP 5.7.6. 2 de tiro ὑποζύγια PTeb.748.6 (III a.C.), cf. PSI 227.4 (III a.C.).