ἁγιστεία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.SHell.265.21


1 rito, ceremonia gener. en plu. ἁγιστείαι τῶν θεῶν Isoc.11.28, Arist.Cael.268a14, de los misterios τοῖς μεμυημένοις ἐστίν τις προεδρία καὶ τὰς ὁσίους ἁγιστείας κἀκεῖσε (en la otra vida) συντελοῦσι Pl.Ax.371d, tb. en sg. διὰ τῆς ἁγιστείας οὐχ ἡ ψυχὴ μόνον ἀλλὰ καὶ τὰ σώματα ... σωτηρίας ἀξιοῦται Iul.Or.8.178d.

2 culto ἁ]γι[στείη]ν οὐδαμὰ παυσομένην Call.l.c., ἁ. μεγάλη culto importante, costoso en Delfos como centro de la anfictionía, Str.9.3.7, μετέχειν τῆς ἄλλης ἁ. I.Ap.1.36, περὶ τὸ πῦρ ἁ. Plu.Rom.22, περὶ τὸ θεῖον Procl.in R.1.78.

3 piedad, devoción, santidad ἡ ἱερωσύνης ἁ. Isid.Pel.Ep.M.78.985D.