ἀφῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀπε- Hdt.3.14
• Morfología: [compar. -κέστερος Hdt.3.14, Pherecr.231, Hsch.]


I de edad avanzada, que ha pasado la juventud γυνή h.Cer.140, τὴν γεραιτέραν ὡς ἀφηλικεστέραν Pherecr.l.c., cf. Hdt.l.c., Phryn.Com.71, Hp.Mul.2.120, Epid.7.101, γέρων Cratin.385, γέρων ὢν καὶ ἀφῆλιξ Luc.Pseudol.15, cf. Eun.VS 467, Phryn.56, αὐτοὺς τοὺς ἐξήλικας καὶ ἀφήλικας Didym.M.39.708B
milit. veterano τοῖς ἀφηλικεστέροις τῶν στρατιωτῶν D.C.36.50.3, cf. Alciphr.1.6.3, Phryn.PS 1, Poll.2.17.

II 1que ha pasado la adolescencia, joven ἀφηλικεστέραν, πρεσβυτέραν, Ἀττικῶς. τὴν νεωτέραν, Ἑλληνικῶς Moer.76, ἀφηλικεστέραν· νεωτέραν Hsch., ἀφήλικες ἄνδρες μέχρι τῶν κε' χρόνων· γυναῖκες δὲ μέχρι τῶν ιη' los varones son ἀφήλικες hasta los 25 años, las mujeres hasta los 18, Lex.Vind.s.u. ἀφήλικες.

2 en sent. jur. menor de edad frec. en pap. PMich.577.3, 11 (I d.C.), POxy.3508.34, 3510.8 (I d.C.), 487.5, 3470.15, 3471.13 (II d.C.), SB 8038.3 (rom.), PMil.Vogl.229.10 (II d.C.), PGrenf.1.47.6 (II d.C.), 1.49.12 (III d.C.).