ἀσύμμετρος, -ον


I 1inconmensurable c. dat. ταῖς μεγίσταις συμμετρίαις Pl.Ti.87d
abs. οὐσίαν χρημάτων ... ἀσύμμετρον οὖσαν Pl.Lg.918b, ἡ διάμετρος καὶ ἡ πλευρά Arist.EN 1112a23, τὰ μεγέθη Euc.Def.10.2.

2 de excesiva longitud τὸ ὑπόμνημα Demetr.Lac. en CErc.8p.95.

II 1desproporcionado, asimétrico κρᾶσις Thphr.Sens.14 (= Emp.A 86), κινήματα Phld.Mort.9.6, κῶλον D.H.Comp.23
c. πρός y ac., de los animales ὅσα κατὰ τὸ μῆκος ἀσύμμετρά ἐστι πρὸς τὴν ἄλλην τοῦ σώματος φύσιν Arist.IA 708a15, cf. X.Cyn.2.7
mal proporcionado σῶμα Arist.Po.1461a13, ἄνδρες Plu.2.8201.

2 inadecuado πρὸς δημοκρατίαν Plu.Per.16, cf. Them.22
c. dat. διὰ ... μέγεθος τῆς ἀρετῆς ἀσύμμετρον τοῖς καθεστῶσι καιροῖς Plu.Phoc.3
c. inf. κατὰ μέγεθος ἀσύμμετρον εἶναι περιλαβεῖν Arist.GA 719b12.

3 mat. irracional op. κατὰ λόγον Arist.Sens.439b30.

III adv. -ως

1 inconmensurablemente τὰ δὲ πρὸ τοῦ δημιουργοῦ ὑφέστη ... ἀ. Dam.in Prm.427.

2 desproporcionadamente ἔχειν Attic.5.52.

3 desfavorablemente πρὸς ... τὴν κύησιν Plot.2.3.14.