ἀποτοξεύω


I 1disparar, lanzar flechas ἀπὸ δένδρων D.C.37.2.5.

2 lanzar como flechas, de un relámpago en v. pas. οὐρανόθεν πῦρ ἀπ[οτ]οξευόμ[ε]νον Erot.Fr.Pap.Herp.48
fig. asaetar ref. a palabras ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια ... ἀνασπῶντες ἀποτοξεύουσι Pl.Tht.180a, cf. Luc.Rh.Pr.17, c. dat. instrum. ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ... συλλογισμῷ Luc.Vit.Auct.24, tb. en v. med. εὐστόχως ἀποτετόξευται καὶ ἐς τὴν Ἀττικὴν δριμύτητα Luc.Prom.Es.2.

II apartar con sus flechas λοιμόν Luc.Alex.36.