< ἀπόσχισμα ἀποσχοινίζω > ἀποσχίστης, -ου cismático μοναχοί Cyr.S.V.Sab.55 (p.147.19), cf. Theod.Lect.Fr.478 •subst. τῶν ἀποσχιστῶν προστάται Cosm.Ind.Top.10.19.