ἀποκρουστικός, -ή, -όν


1 capaz de repeler o apartar ἀποκρουστικαὶ τῶν ἐπιρρεόντων δυνάμεις Gal.1.396, cf. Dsc.1.116, δέλτος ἀ. πρὸς Σελήνην PMag.4.2241, op. εὐδοκητήν D.L.2.87.

2 astr. menguante σελήνη Ptol.Tetr.3.13.9, cf. Paul.Al.35.14.