< ἄπαξις ἁπαξοί· > ἀπαξίωσις, -εως, ἡ repulsa c. gen. subjet. ἐδυσχέραινεν ἐπὶ τῇ τῶν Κερκυραίων ἀπαξιώσει Plb.Fr.10 •rechazo c. gen. obj. τῆς ἀρχῆς D.H.5.71, τύχης D.H.1.9.