< ἀνθρώπιον ἀνθρωπισμός > ἀνθρωπίσκος, -ου, ὁ dim. hombrecillo E.Cyc.316, Pl.R.495c •c. sent. despect., Pl.Phdr.243a, Luc.Pisc.17, ἰδιώτας ἀνθρωπίσκους κωμῳδῶν Ar.Pax 751.