ἀναπλασμός, -οῦ, ὁ


1 imaginación, representación ὁ δὲ μετεωρισμὸς ἀναπλασμός τ[ίς ἐσ]τι διαν[ο]ίας Metrod.Herc.831.4, cf. S.E.M.7.223, Mich.in PN 9.21.

2 ficción διὰ τὸν ἐκ τῶν ματαίων ἐλπίδων ἀναπλασμόν Plu.2.113d.