ἀμφᾰφάω
• Morfología: [impf. ép. ἀμφαφάασκε Mosch.2.95]


1 tocar en torno, palpar κοῖλον λόχον del caballo de Troya Od.4.277, τοίχους A.R.2.199, μιν Mosch.l.c., λίθον Orph.L.528, τὰ μή ἐξίσχοντα ἀμφαφόωσι ὡς ὑπερίσχοντα Aret.CA 1.1.1, χιτῶνα Nonn.D.4.144, ὁλκὸν ὑπήνης Nonn.Par.Eu.Io.18.19
abs. Od.8.196, op. πιέζω Aret.CA 2.4.1
fig. acariciar οἷα τ' Ἀριστίππου τρυφερή φύσις ἀμφαφόωτος ψεύδη Timo 27, ἔστιχον ἀμφαφόωντες ἑοῦ μελεδήματα θυμοῦ Apoll.Met.Ps.72.7
v. med. mismo sent. τὸν μὲν ... χερσίν τ' ἀμφαφόωντο Od.15.462, ἄνακτ' ἐμόν Od.19.475, καλὸν σῶμα Archil.300.34.

2 asir, empuñar τόξον Od.19.586, κεραυνούς Nonn.D.8.311, cf. Orph.L.189
v. med. manejar τόξον Od.8.215
fig. de pers. μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι más fácil de tratar, Il.22.373.