< ἀγειτόνευτος Ἀγελάα > ἀγείτων, -ον • Morfología: [gen. -ονος] que no tiene vecindad, que carece de vecinos πάγος A.Pr.270, ἀ. οἶκος ἴδρυται φίλων; E.El.1130, ὁ κόσμος Plu.2.423d.