δύστηνος, -ον
• Alolema(s): lesb., dór. δύστᾱνος Alc.148.3, 215.2, B.5.63, 11.102, Pi.P.4.268, S.El.121, E.Supp.966, Theoc.14.49
• Morfología: [fem. -α Alc.215.2, Corp.Herm.Fr.23.35; sg. gen. -οιο Od.11.76, B.l.c., A.R.1.1069; adv. sup. δυστανοτάτως E.l.c.]


I de pers.

1 desdichado, infortunado δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν Il.6.127, ἄνδρες Il.17.445, cf. Od.l.c., IG 5(1).1186.9 (Laconia I a.C.), ἐγὼ δ. Il.22.477, A.Pers.909, Pr.656, Ὀδυσσεύς Od.5.436, ὅδε τις δ. ἀλώμενος ἐνθάδ' ἱκάνει Od.6.206, cf. 17.501, νύμφη A.R.l.c., Μεγαρῆες Theoc.l.c., μειράκια D.Chr.11.14, πρεσβῦται I.BI 7.377, ὀρφανὰ τὰ δύστηνα ταυτὶ παιδία D.H.4.4, τοκεῦσιν δυστήνοις ἔλιπον δάκρυα καὶ στοναχάς GVI 1121.4 (Samos II/I a.C.?), cf. CIRB 125.11 (I a.C.), κλαύσατε τὴν δύστηνον, ἐφ' ᾗ μέγα πέν[θος] ἔχουσιν ... δυστοκέες τοκέ[ες IUrb.Rom.1393.4 (II d.C.), cf. IMEG 36.5 (ptol.), δυστήναις ἡμῖν (ψυχαῖς) Corp.Herm.l.c., cf. Ph.2.550, Aesop.117.3, Q.S.5.532, Orac.Sib.11.67, POxy.1873.4 (V d.C.)
de anim. Ψιχάρπατος Batr.(a) 105, φάψ A.Fr.210, κόσσυφος Opp.H.4.216.

2 miserable, malvado, perverso μάτηρ S.El.121, de Odiseo, S.Ph.1016, παύσασθ', ὦ δύστανοι Theoc.15.87.

II de abstr.

1 que causa dolor o sufrimiento, triste, infausto νόσοι Semon.2.12, μόρος Semon.2.18, βίος Thgn.354, SB 13946.16 (III/IV d.C.), μόχθος Pi.l.c., θέρος aplicado a una matanza, A.A.1655, αἰκίαι S.El.511, ὄνειδος S.Ai.1191, ὄνειρος (en parodia de Esquilo), Ar.Ra.1333, σπουδαί Hp.Ep.17.9
amargo, inconsolable πένθος IG 12(8).38.16 (Lemnos II d.C.)
tb. de cosas mísero, miserable μου σαρκίδια Arr.Epict.1.3.6, ῥάκια Luc.Gall.26.

2 malévolo, miserable, nefasto λύσσα B.11.102, λόγοι E.HF 1346, λογάρια D.19.255, Philostr.VS 623, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα Luc.Bis Acc.16, cf. Symp.30, δοξάρια Cyr.Al.Ep.50.21 (ACO 1.1.3, p.100).

III adv. sup. -τάτως de la manera más desgraciada καὶ νῦν ἄπαις ἄτεκνος γηράσκω δ. E.Supp.966.
• Etimología: Comp. de δυσ- q.u. y *στᾶνον < *ste*H2- ant. n. verbal de la r. de ἵστημι q.u. (cf. ai. sthā́na-, av. stāna- ‘emplazamiento’.