διάρρησις, -εως, ἡ
• Morfología: [gen. δι<αρ>ρσιος ICr.4.72.9.36 (Gortina V a.C.)]


1 explicación precisa ἐπίσχουσιν τὴν διάρρησιν Pl.Lg.932e, cf. Poll.2.128.

2 jur., prob. compromiso verbal δι<αρ>ρσιος μαίτυρες ... ἀποπνιόντν ICr.l.c.