δικαίωσις, -εως, ἡ


1 acción de someter a la justicia οὔτ' εἰ ὑποπτεύοιντο δ. ἐγίγνετο Th.8.66, cf. D.H.1.87.

2 justicia δ. μία ἔσται τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ἐγχωρίῳ LXX Le.24.22, παρελθὼν τὴν ἁπάντων ἀνθρώπων δικαίωσιν contraviniendo el universal sentido de la justicia D.H.1.58, τὸ κεφάλαιον τῆς ἀνθρωπίνης εὐφημίας καὶ δικαιώσεως Plu.2.99c.

3 justificación καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ... ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει incluso cambiaron, para justificarse, el ordinario valor de las palabras Th.3.82, ἔτι πλείονας καὶ νόμους καὶ ἄλλας δικαιώσεις Lys.9.8, καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν Ep.Rom.4.25, ἡ ἐν πίστει δ. la justificación por la fe Cyr.Al.Luc.1.66, cf. Ep.Rom.5.18, Plot.4.3.16.

4 reclamación de un derecho ἥ τε μεγίστη καὶ ἐλαχίστη δ. Th.1.141, ἐγίνοντο καὶ περὶ τὰς δικαιώσεις βιαιότεροι Plu.Demetr.18, cf. D.H.7.16, Basil.M.30.201C.

5 castigo, pena φρουραῖς καὶ δικαιώσεσι ... τοὺς μὲν ἐταπείνωσε D.C.40.43.3, εἶναι καὶ ὑπὸ χθονὸς δικαιώσεις τε καὶ τιμὰς I.AI 18.14, cf. 18.315, Plu.2.565a.