διερωτάω


1 preguntar, interrogar c. ac. de pers. y de abstr. ἀστρονομικὰ ἄττα ... τὸν Ἱππίαν Pl.Prt.315c, c. ac. de pers. e interr. indir. αὐτοὺς τί λέγοιεν Pl.Ap.22b, τὸν Κῦρον πότερον βούλοιτο μένειν X.Cyr.1.3.15, Ἡρώδην ... τίς ὁ κτείνας εἴη I.BI 1.234, cf. Arist.Fr.44, Plb.5.50.12, διηρώτα τὰς δύο (γνώμας) καθολικῶς, οἷς δοκεῖ Plb.33.1.7, o interr. directa ὑμᾶς ... τί βούλεσθε; D.3.22, cf. D.C.48.8.5, Babr.55.4, περὶ τοῦ συμβεβακότος τί δεῖ ποιεῖν Lindos 2.D.67 (I a.C.), sólo c. ac. de pers. ἡδέως ἄν σε διερωτῴην Pl.Grg.458a, sólo c. ac. de abstr. γνώμας D.H.4.85, sólo c. interr. indir. τίνος ἕνεκ' Arist.EE 1216a12, cf. Metaph.1000a20, I.BI 1.653, Plu.2.358b, D.C.43.10.4, Aesop.5, 183
c. ac. de concr. preguntar por τὴν οἰκίαν τοῦ Σίμωνος Act.Ap.10.17
en v. pas. ser interrogado εἰ τἀληθῆ καὶ ταὐτὰ ἀπαγγέλλω Aeschin.2.122, τὴν Ἰφιγένειαν ὑπὸ Ὀρέστου διερωτωμένην D.S.20.14.

2 poner en cuestión, investigar πάσας (τὰς συνουσίας) Pl.Lg.639d.