δακτύλιον, -ου, τό


I dim. de δάκτυλος dedo meñique Plot.4.3.3, 8.

II 1anillo δακτύλια χ[ρυσᾶ PRyl.154.6 (I d.C.)
anillo con sello, sello τὸ δημόσιον δ. el sello público, Vit.Aesop.G 81.

2 anat. ano νάρκα ... προσπίπτοντα δακτύλια ἔσω τρέπει Aët.2.185.