βωλίον, -ου, τό
• Alolema(s): βώλιον Hp.Vid.Ac.6


cascote πόθεν ποτ' ἐμπέπτωκέ μοι τὸ βωλίον; Ar.V.203
pedacito ἄνθεος χαλκοῦ βώλιον Hp.l.c., βωλία χρυσίου pepitas de oro Arist.Mir.833b15, β. μολύβδου D.S.3.14.