Ἁλῐκαρνασσεύς, -έως
• Alolema(s): jón. -νησσεύς Hdt.1.144, Call.Epigr.2.4; ἉλικαρναͲεύς SIG 45.2 (Halicarnaso V a.C.)


halicarnasio, de Halicarnaso ὁ [σύ]λλογος ... ὁ ἉλικαρναΤέ[ω]ν SIG l.c., cf. HTCarie 90.15 (IV a.C.), Hdt.1.144, Call.Epigr.2.4.