< ἐντριπτέον
ἔντριτος >
†ἔντριτον·
τὸ διονίου (quizá δι' οἴνου) ἔμβρωμα, ὃ Γαλάται ἔμβρεκτόν φασιν†
Hsch., cf. quizá lat.
intritum
.