< ἐγχρεμετίζω
ἐγχρέμπτομαι >
†ἔγχρεμμα
,
τό
sent. dud., quizá
escupitajo
,
expectoración
τὰ δ' ἐντὸς αἴσχη τῆς ψυχῆς καὶ τὰ περὶ τὸν βίον †ἐγχρέμματα
Plu.2.82b.