< Ἄβρυστον
Ἁβρώ >
†ἄβρυστος
ἢ ἄβροστος ἢ ὁ βιβρωσκόμενος
Hsch.
• Etimología:
De *
g
u̯
rH
u̯
3
°
- cf. βρύκω; emparentado c. βιβρώσκω q.u. debe significar ‘no comido’.