< ἁλιφαής
ἀλιφή >
†ἁλίφαλος·
γένος δρυός
Hsch.
• Etimología:
De *
H
3
°l-
cf. het.
ḫalki-
‘grano’, gr. ἄλιξ, lat.
olica
(< *
H
3
elk-
).