< αἱμᾰτώψ
αἱμαχάτης >
†ἁιμαχέναι·
αἱμάξαι
Hsch. (pero cód. αἰμαχαναι), cf.
αἱμαχᾶναι
An.Bachm
.52.23,
†αἱμαχάναι†
Phot.
α
620.