< ἀντεστραμμένως
ἀντευγνωμονέω >
†ἀντεταιῶς·
ἀναγεγραμμένως quizás adj. equiv. a ἀντ' ἔτεος ἀναγεγραμμένως (ac. plu. dór.)
enrolados el mismo año
Hsch.