< ἀμείνασις
Ἀμεινιάδης >
†ἀμείνη
,
-ης, ἡ
• Alolema(s):
tb.
†ἀμοινή†
Rom.Mel.86.
βʹ
.2
prob. voz hebrea
fe
Rom.Mel.9.
ιγʹ
.3, l.c.